αὐτοσχεδίασμα

αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδί-ασμα, ατος, τό,
A work done offhand, impromptu, improvisation, Arist.Po.1448b23, Pl.Com.87.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδίασμα — work done offhand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχεδίασμα — το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω] λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία νεοελλ. ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδιασμάτων — αὐτοσχεδίασμα work done offhand neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισναμούρτι, Τζίντου — (Jiddu Krishnamurti, Μανταναπάλ 1895 – 1986). Ινδός θεοσοφιστής φιλόσοφος. Προερχόταν από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Σε ηλικία μόλις 12 ετών μυήθηκε στις θεοσοφιστικές θεωρίες από την πρόεδρο της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, Άνι Μπέζαντ, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”